- περιπλανώμαι
- περιπλανώμαι, περιπλανήθηκα, περιπλανημένος βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περιπλανώμαι — περιπλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και περιπλανιέμαι Ν πορεύομαι ή περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπό («σαν άδικη κατάρα περιπλανάται μόνος του σκοτάδι στο σκοτάδι», Βαλαωρ.) νεοελλ. 1. χάνω τον δρόμο μου, τον προσανατολισμό μου, παρεκκλίνω… … Dictionary of Greek
περιπλανῶμαι — περιπλανάομαι wander about pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) περιπλανάομαι wander about pres ind mp 1st sg περιπλανάομαι wander about pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) περιπλανάομαι wander about pres subj mp 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχτοπαραδέρνω — περιπλανώμαι άσκοπα τη νύχτα … Dictionary of Greek
ηλάσκω — ἠλάσκω (AM) (επικ. τ. τού ρ. αλαίνω ή αλώμαι περιπλανώμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό τού αλώμαι (θ. αλά + παρέκταση σκ ), η μακρότητα όμως τού αρχικού φωνήεντος η είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία… … Dictionary of Greek
άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… … Dictionary of Greek
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek
επαλώμαι — ἐπαλῶμαι, άομαι (Α) (αποθ.) περιπλανώμαι («πόλλ ἐπαληθεὶς ἠγαγόμην ἐν νηυσί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλάομαι, ώμαι «περιπλανώμαι»] … Dictionary of Greek
ρέμπομαι — Ν 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς σκοπό, περιπλανώμαι 2. νέμομαι ή απολαμβάνω κάτι («λίγοι ρέμπονται τα καλά») 3. (στον Ερωτόκρ.) υπερηφανεύομαι («επέτετο κι ερέμπετο στην αφεντιά την τόση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ῥέμβομαι «περιφέρομαι,… … Dictionary of Greek
συμπεριπλανώμαι — άομαι, Α [περιπλανῶμαι] περιπλανώμαι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek